Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
View word page
μονοδραχμία
μονο-δραχμία, ,
A). tax of 1 drachma, PLond. 3.1157r . 6 , POxy. 1442.3 (both iii A. D., abbrev.).


ShortDef

tax of 1 drachma

Debugging

Headword:
μονοδραχμία
Headword (normalized):
μονοδραχμία
Headword (normalized/stripped):
μονοδραχμια
IDX:
68519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-δραχμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tax of 1 drachma,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 3.1157r </span>.<span class="bibl"> 6 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1442.3 </span> (both iii A. D., abbrev.).</div> </div><br><br>'}