Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακύκλησις
ἀνακυκλητέον
ἀνακυκλικός
ἀνακυκλισμός
ἀνακυκλόω
ἀνακύκλωμα
ἀνακύκλωσις
ἀνακυλίνδω
ἀνακυλίω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακυντεῖν
ἀνακυπόω
ἀνακύπτω
ἀνακυρίωσις
ἀνακυρτᾶσαι
ἀνάκυρτος
ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνάκωμα
ἀνακωμῳδέω
View word page
ἀνακυντεῖν
ἀνακυντεῖν· ῥέγχειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακυντεῖν
Headword (normalized):
ἀνακυντεῖν
Headword (normalized/stripped):
ανακυντειν
IDX:
6851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακυντεῖν·</span> <span class="foreign greek">ῥέγχειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}