Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
View word page
μονόδουπος
μονό-δουπος, ον,
A). uniform in sound, Simm. 26.12 .


ShortDef

uniform in sound

Debugging

Headword:
μονόδουπος
Headword (normalized):
μονόδουπος
Headword (normalized/stripped):
μονοδουπος
IDX:
68517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-δουπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">uniform in sound</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simm.</span> 26.12 </span>.</div> </div><br><br>'}