Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
View word page
μονοδεσμία
μονο-δεσμία, , a tax of uncertain nature, Sammelb. 1441 , PSI 6.693 (ii A. D.), PAmh. 2.121.7 (ii/iii A. D.), etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοδεσμία
Headword (normalized):
μονοδεσμία
Headword (normalized/stripped):
μονοδεσμια
IDX:
68515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-δεσμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a tax of uncertain nature, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 1441 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 6.693 </span> (ii A. D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PAmh.</span> 2.121.7 </span> (ii/iii A. D.), etc.</div><br><br>'}