Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
View word page
μονοδέσμη
μονο-δέσμη
,
ἡ
,
A).
single truss
of hay,
BGU
528
(ii A. D.).
ShortDef
single truss
Debugging
Headword:
μονοδέσμη
Headword (normalized):
μονοδέσμη
Headword (normalized/stripped):
μονοδεσμη
IDX:
68514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68515
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-δέσμη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">single truss</span> of hay, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 528 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}