Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
View word page
μονόδερμος
μονό-δερμος, ον,
A). gloss on μονόλοπος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονόδερμος
Headword (normalized):
μονόδερμος
Headword (normalized/stripped):
μονοδερμος
IDX:
68513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-δερμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μονόλοπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}