Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
View word page
μονοδαμιουργοί
μονο-δᾱμιουργοί· οἱ τὰς δίκας δικάζοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοδαμιουργοί
Headword (normalized):
μονοδαμιουργοί
Headword (normalized/stripped):
μονοδαμιουργοι
IDX:
68511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-δᾱμιουργοί·</span> <span class="foreign greek">οἱ τὰς δίκας δικάζοντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}