Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
View word page
μονοδάκτυλος
μονο-δάκτῠλος
,
ον
,
A).
one-toed
,
Luc.
VH
1.23
.
ShortDef
one-fingered
Debugging
Headword:
μονοδάκτυλος
Headword (normalized):
μονοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοδακτυλος
IDX:
68510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68511
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-δάκτῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one-toed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 1.23 </span>.</div> </div><br><br>'}