Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
View word page
μονόγυιος
μονό-γυιος, ον,
A). = μονομελής , Simp. in Cael. 587.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονόγυιος
Headword (normalized):
μονόγυιος
Headword (normalized/stripped):
μονογυιος
IDX:
68509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-γυιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μονομελής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg002:587:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg002:587.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cael.</span> 587.26 </a>.</div> </div><br><br>'}