Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονόγυιος
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
View word page
μονογόνατος
μονο-γόνᾰτος, ον,
A). made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl. 18.12 .


ShortDef

made from a single joint

Debugging

Headword:
μονογόνατος
Headword (normalized):
μονογόνατος
Headword (normalized/stripped):
μονογονατος
IDX:
68504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-γόνᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">made from a single joint</span>, of a reed-pen, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 18.12 </span>.</div> </div><br><br>'}