Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
View word page
μονογαμέω
μονο-γᾰμέω,
A). to be the husband of one wife, Cat.Cod.Astr. 2.209 .


ShortDef

to be the husband of one wife

Debugging

Headword:
μονογαμέω
Headword (normalized):
μονογαμέω
Headword (normalized/stripped):
μονογαμεω
IDX:
68491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-γᾰμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be the husband of one wife,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.209 </span>.</div> </div><br><br>'}