Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
View word page
μονοβολέω
μονο-βολέω
,
A).
undertake sowing without assistance,
PLond.
1.131r
.
290
,
312
(i A. D.).
ShortDef
undertake sowing without assistance
Debugging
Headword:
μονοβολέω
Headword (normalized):
μονοβολέω
Headword (normalized/stripped):
μονοβολεω
IDX:
68489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68490
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-βολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">undertake sowing without assistance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 1.131r </span>.<span class="bibl"> 290 </span>,<span class="bibl"> 312 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}