Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
View word page
μονόβαφος
μονό-βᾰφος, ον,
A). single-dyed, Edict.Diocl. 29.35 , al.


ShortDef

single-dyed

Debugging

Headword:
μονόβαφος
Headword (normalized):
μονόβαφος
Headword (normalized/stripped):
μονοβαφος
IDX:
68487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-βᾰφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">single-dyed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 29.35 </span>, al.</div> </div><br><br>'}