Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονθυλεύω
μονία1
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
View word page
μονοβαίας
μονο-βαίας, ,
A). thief, Hsch. (leg. μονο-βάτας).


ShortDef

[lexical cite; thief]

Debugging

Headword:
μονοβαίας
Headword (normalized):
μονοβαίας
Headword (normalized/stripped):
μονοβαιας
IDX:
68483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-βαίας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thief</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="orth greek">μονο-βάτας</span>).</div> </div><br><br>'}