Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία1
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
View word page
μονικῶς
μονικῶς, Adv., dub. sens. in Phld. Hom. p.14 O.


ShortDef

[unknown meaning]

Debugging

Headword:
μονικῶς
Headword (normalized):
μονικῶς
Headword (normalized/stripped):
μονικως
IDX:
68477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονικῶς</span>, Adv., dub. sens. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg492:p.14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg492:p.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hom.</span> p.14 </a> O.</div><br><br>'}