Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία1
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
View word page
μονθυλεύω
μονθῠλεύω, μόν-ευσις, μον-ευτός,
A). v. ὀνθυλ -.


ShortDef

dress with stuffing

Debugging

Headword:
μονθυλεύω
Headword (normalized):
μονθυλεύω
Headword (normalized/stripped):
μονθυλευω
IDX:
68473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονθῠλεύω</span>, <span class="orth greek">μόν-ευσις</span>, <span class="orth greek">μον-ευτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀνθυλ</span> -.</div> </div><br><br>'}