Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία1
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχῆ1
μοναχή2
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
View word page
μοναχή2
μονᾰχ-ή, , a kind of ὀθόνιον, Peripl.M.Rubr. 6 , 14 .


ShortDef

a kind of linen item

Debugging

Headword:
μοναχή2
Headword (normalized):
μοναχή
Headword (normalized/stripped):
μοναχη2
IDX:
68457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονᾰχ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of <span class="foreign greek">ὀθόνιον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Peripl.M.Rubr.</span> 6 </span>, <span class="bibl"> 14 </span>.</div><br><br>'}