Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μοναρχία1
μονάρχια2
μοναρχικός
View word page
μονάξ
μονάξ,
A). v. μουνάξ .


ShortDef

singly, in single combat

Debugging

Headword:
μονάξ
Headword (normalized):
μονάξ
Headword (normalized/stripped):
μοναξ
IDX:
68432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονάξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μουνάξ</span> .</div> </div><br><br>'}