Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μοναδιστί
μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μοναρχία1
μονάρχια2
View word page
μόνανδρος
μόν-ανδρος
,
ἡ
,
A).
having but one husband,
IG
12(3).912
(Thera),
14.191
(Syracuse).
ShortDef
having but one husband
Debugging
Headword:
μόνανδρος
Headword (normalized):
μόνανδρος
Headword (normalized/stripped):
μονανδρος
IDX:
68431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68432
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόν-ανδρος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having but one husband,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(3).912 </span> (Thera), <span class="bibl"> 14.191 </span> (Syracuse).</div> </div><br><br>'}