Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
View word page
μονάλυσις
μον-άλῠσις [ᾰ],,
A). single chain, Poll. 10.167 .


ShortDef

single chain

Debugging

Headword:
μονάλυσις
Headword (normalized):
μονάλυσις
Headword (normalized/stripped):
μοναλυσις
IDX:
68427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μον-άλῠσις</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">single chain</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:10:167" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:10.167/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 10.167 </a>.</div> </div><br><br>'}