Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
View word page
μοναλκής
μον-αλκής· ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοναλκής
Headword (normalized):
μοναλκής
Headword (normalized/stripped):
μοναλκης
IDX:
68426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68427
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μον-αλκής·</span> <span class="foreign greek">ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}