Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
View word page
μόναιπος
μόναιπος,
A). v. μόναπος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόναιπος
Headword (normalized):
μόναιπος
Headword (normalized/stripped):
μοναιπος
IDX:
68424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68425
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόναιπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μόναπος</span> .</div> </div><br><br>'}