Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
μόλυχνον
μομφή
μόμφος
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μοναδόν
μονάζω
μόναιπος
μονάκανθος
μοναλκής
View word page
μοναδελφία
μον-ᾰδελφία
,
ἡ
,
A).
possession of only one brother,
Cat.Cod.Astr.
6.70
.
ShortDef
possession of only one brother
Debugging
Headword:
μοναδελφία
Headword (normalized):
μοναδελφία
Headword (normalized/stripped):
μοναδελφια
IDX:
68416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68417
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μον-ᾰδελφία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">possession of only one brother,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 6.70 </span>.</div> </div><br><br>'}