Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
μόλυχνον
μομφή
μόμφος
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
View word page
μόλυς
μόλυς, dub. sense in Hdn.Gr. 2.938 (fort. μῶλυς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόλυς
Headword (normalized):
μόλυς
Headword (normalized/stripped):
μολυς
IDX:
68407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόλυς</span>, dub. sense in Hdn.Gr.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2:938" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2.938/canonical-url/"> 2.938 </a> (fort. <span class="foreign greek">μῶλυς</span>).</div><br><br>'}