Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
μόλυχνον
μομφή
μόμφος
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
View word page
μολυρόν
μολυρόν·
νωθρόν, κτλ.
,
Hsch.
(cf.
μωλυρόν
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολυρόν
Headword (normalized):
μολυρόν
Headword (normalized/stripped):
μολυρον
IDX:
68406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68407
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυρόν·</span> <span class="foreign greek">νωθρόν, κτλ.</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">μωλυρόν</span>).</div><br><br>'}