Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
μόλυχνον
μομφή
μόμφος
μονάγκων
μοναγρία
View word page
μολυρίς
μολυρίς
,
ίδος
,
ἡ
,
A).
=
ἀκρίς
,
Suid.
; cf.
μολουρίς
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολυρίς
Headword (normalized):
μολυρίς
Headword (normalized/stripped):
μολυρις
IDX:
68405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68406
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀκρίς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μολουρίς</span>.</div> </div><br><br>'}