Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
μολυσματώδης
View word page
μόλυμμα
μόλυμμα, ατος, τό,
A). = μόλυσμα , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόλυμμα
Headword (normalized):
μόλυμμα
Headword (normalized/stripped):
μολυμμα
IDX:
68399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόλυμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μόλυσμα</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}