Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
μόλυς
μόλυσμα
View word page
μολυβρός
μολυβρός, , όν,
A). lead-coloured, Hsch.


ShortDef

lead-coloured

Debugging

Headword:
μολυβρός
Headword (normalized):
μολυβρός
Headword (normalized/stripped):
μολυβρος
IDX:
68398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβρός</span>, <span class="itype greek">ά</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lead-coloured</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}