Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μολυρίς
μολυρόν
View word page
μολυβουργός
μολῠβ-ουργός
,
ὁ
,
A).
=
μολυβδουργός
,
POxy.
135.8
(vi A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολυβουργός
Headword (normalized):
μολυβουργός
Headword (normalized/stripped):
μολυβουργος
IDX:
68396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68397
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολῠβ-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μολυβδουργός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 135.8 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}