Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
View word page
μολυβοειδής
μολῠβοειδής,
A). gloss on μολυβρός , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολυβοειδής
Headword (normalized):
μολυβοειδής
Headword (normalized/stripped):
μολυβοειδης
IDX:
68394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολῠβοειδής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μολυβρός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}