Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
μολυβοῦς
μολυβρός
μόλυμμα
μολυνίη
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
View word page
μολυβίς
μολῠβίς
,
ίδος
,
ἡ
,
A).
gloss on
μολύβδαινα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολυβίς
Headword (normalized):
μολυβίς
Headword (normalized/stripped):
μολυβις
IDX:
68393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68394
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολῠβίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μολύβδαινα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}