Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδοκόπος
μολυβδοκρατευταί
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
μολυβουργός
View word page
μολυβδοχόος
μολυβδο-χόος, ,
A). lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).


ShortDef

lead-smelter

Debugging

Headword:
μολυβδοχόος
Headword (normalized):
μολυβδοχόος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχοος
IDX:
68386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβδο-χόος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lead-smelter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (<span class="itype greek">μολιβδ</span>-).</div> </div><br><br>'}