Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μολυβδοκρατευταί
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
μόλυβος
View word page
μολυβδοχοΐζω
μολυβδο-χοΐζω, Att. fut.-ιῶ,
A). = μολυβδοχοέω 2 , IG 22.1670.5 (iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολυβδοχοΐζω
Headword (normalized):
μολυβδοχοΐζω
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχοιζω
IDX:
68385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβδο-χοΐζω</span>, Att. fut.-<span class="itype greek">ιῶ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μολυβδοχοέω</span> <span class="bibl"> 2 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1670.5 </span> (iv B.C.).</div> </div><br><br>'}