Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μολυβδοκρατευταί
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόχρως
μολυβδόω
μολυβδώδης
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβίς
μολυβοειδής
View word page
μολυβδοχοΐα
μολυβδο-χοΐα, ,
A). work in molten lead, ib. 171 .


ShortDef

work in molten lead

Debugging

Headword:
μολυβδοχοΐα
Headword (normalized):
μολυβδοχοΐα
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχοια
IDX:
68384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβδο-χοΐα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">work in molten lead</span>, ib.<span class="bibl"> 171 </span>.</div> </div><br><br>'}