Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδῖτις
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μολυβδοκρατευταί
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχοΐζω
μολυβδοχόος
View word page
μολυβδοκόπος
μολυβδο-κόπος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
one who inscribes
curses
on leaden plates,
Tab.Defix.
100
A
13
.
ShortDef
one who inscribes
Debugging
Headword:
μολυβδοκόπος
Headword (normalized):
μολυβδοκόπος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοκοπος
IDX:
68376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68377
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβδο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who inscribes</span> curses <span class="tr" style="font-weight: bold;">on leaden plates,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tab.Defix.</span> 100 </span>A<span class="bibl"> 13 </span>.</div> </div><br><br>'}