μολύβδινος
μολύβδ-ῐνος, η, ον,
A). leaden, of lead, , 318 ; 171 μ. ἴχνος leaden sole, Art. 62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, EN 1137b30 ; μ. σηκώματα ; 8.5.9 μ. κεραμίδες ap. ; 5.207b πῖλος . 19.701