Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολπικοί
μολποδώρα
μολποί
μόλσον
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδῖτις
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μολυβδοκρατευταί
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
View word page
μολυβδικός
μολυβδ-ικός, , όν,
A). leaden, Gloss.


ShortDef

leaden

Debugging

Headword:
μολυβδικός
Headword (normalized):
μολυβδικός
Headword (normalized/stripped):
μολυβδικος
IDX:
68369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολυβδ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leaden,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}