Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μόλοχος
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπάστρια
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολπικοί
μολποδώρα
μολποί
μόλσον
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
View word page
μολπικοί
μολπ-ικοί, οἱ,
A). = μολποί , Milet. 7p.68 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολπικοί
Headword (normalized):
μολπικοί
Headword (normalized/stripped):
μολπικοι
IDX:
68359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολπ-ικοί</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μολποί</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Milet.</span> 7p.68 </span>.</div> </div><br><br>'}