Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
μολοχῖτις
μόλοχος
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπάστρια
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολπικοί
μολποδώρα
μολποί
μόλσον
μολυβᾶς
μολύβδαινα
View word page
μολπάστρια
μολπ-άστρια, , fem. of foreg., prob. in Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολπάστρια
Headword (normalized):
μολπάστρια
Headword (normalized/stripped):
μολπαστρια
IDX:
68354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολπ-άστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of foreg., prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}