Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολοσσοπύρριχος
Μολοσσός
μολοσσοσπόνδειος
μολοῦμαι
μολουρίς
μόλουρος
μολούω
μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
μολοχῖτις
μόλοχος
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπάστρια
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
View word page
μολόχιον
μολόχ-ιον, τό,
A). = μαλάχιον (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολόχιον
Headword (normalized):
μολόχιον
Headword (normalized/stripped):
μολοχιον
IDX:
68347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολόχ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαλάχιον</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}