μολόχινος
μολόχ-ῐνος, η, ον,
A). made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr. 6 ; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib. 49 , 48 ; μαφόρια Sammelb. 7033.39 (v A.D.), cf. Etym. 19.22.12 ; μ. ἔμπλαστρος ap. . 13.490