Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μολόβριον
μολοβρίτης
μολόθουρος
μολοσσίαμβος
μολοσσοπύρριχος
Μολοσσός
μολοσσοσπόνδειος
μολοῦμαι
μολουρίς
μόλουρος
μολούω
μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
μολοχῖτις
μόλοχος
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
View word page
μολούω
μολούω
, inf.-
ειν· ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας
,
Hsch.
; cf.
μολεύω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολούω
Headword (normalized):
μολούω
Headword (normalized/stripped):
μολουω
IDX:
68343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68344
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολούω</span>, inf.-<span class="foreign greek">ειν· ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μολεύω</span>.</div><br><br>'}