Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μόλις
μολίσκω
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολόθουρος
μολοσσίαμβος
μολοσσοπύρριχος
Μολοσσός
μολοσσοσπόνδειος
μολοῦμαι
μολουρίς
μόλουρος
μολούω
μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
μολοχῖτις
μόλοχος
μολπάζω
View word page
μολοῦμαι
μολοῦμαι
, fut. of
βλώσκω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολοῦμαι
Headword (normalized):
μολοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
μολουμαι
IDX:
68340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68341
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολοῦμαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">βλώσκω</span>.</div><br><br>'}