Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολιβοῦς
μόλις
μολίσκω
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολόθουρος
μολοσσίαμβος
μολοσσοπύρριχος
Μολοσσός
μολοσσοσπόνδειος
μολοῦμαι
μολουρίς
μόλουρος
μολούω
μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
μολοχῖτις
μόλοχος
View word page
μολοσσοσπόνδειος
μολοσσοσπόνδειος (sc. πούς), , the foot ’’’’’, Diom. p.482 K.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολοσσοσπόνδειος
Headword (normalized):
μολοσσοσπόνδειος
Headword (normalized/stripped):
μολοσσοσπονδειος
IDX:
68339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολοσσοσπόνδειος</span> (sc. <span class="foreign greek">πούς</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, the foot <span class="pron greek">’’’’’</span>, Diom.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1402.tlg001:p.482" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1402.tlg001:p.482/canonical-url/"> p.482 </a> K.</div><br><br>'}