Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μολιβοσφιγγής
μολιβουργός
μολιβοῦς
μόλις
μολίσκω
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολόθουρος
μολοσσίαμβος
μολοσσοπύρριχος
Μολοσσός
μολοσσοσπόνδειος
μολοῦμαι
μολουρίς
μόλουρος
μολούω
μόλοφθος
μολόχη
μολόχινος
μολόχιον
View word page
μολοσσοπύρριχος
μολοσσοπύρρῐχος (sc. πούς), , the foot ’’’&&, Diom. p.481 K.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολοσσοπύρριχος
Headword (normalized):
μολοσσοπύρριχος
Headword (normalized/stripped):
μολοσσοπυρριχος
IDX:
68337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μολοσσοπύρρῐχος</span> (sc. <span class="foreign greek">πούς</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, the foot <span class="pron greek">’’’&amp;&amp;</span>, Diom.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:p.481" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:p.481/canonical-url/"> p.481 </a> K.</div><br><br>'}