Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοίχιος
μοιχίς
μοιχοληπτία
μοιχόληπτα
μοιχός
μοιχοσύνη
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοιχώδης
μοκκώνωσις
μοκλός
μοκρότου
μόκρων
μολάχη
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεῖν
μολεύω
μόλησις
μολιβαχθής
View word page
μοκλός
μοκλός,
A). v. μοχλός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοκλός
Headword (normalized):
μοκλός
Headword (normalized/stripped):
μοκλος
IDX:
68309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοκλός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μοχλός</span> .</div> </div><br><br>'}