Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτίτης
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
ἀνακυκλέω
View word page
ἀνακτόρεος
ἀνακτόρεος, α, ον,
A). = ἀνακτόριος , of the emperor, ἐχθρός APl. 5.350 .


ShortDef

of the emperor

Debugging

Headword:
ἀνακτόρεος
Headword (normalized):
ἀνακτόρεος
Headword (normalized/stripped):
ανακτορεος
IDX:
6830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6831
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακτόρεος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνακτόριος</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the emperor,</span> <span class="quote greek">ἐχθρός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 5.350 </span> .</div> </div><br><br>'}