Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοιχικός
μοίχιος
μοιχίς
μοιχοληπτία
μοιχόληπτα
μοιχός
μοιχοσύνη
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοιχώδης
μοκκώνωσις
μοκλός
μοκρότου
μόκρων
μολάχη
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεῖν
μολεύω
μόλησις
View word page
μοκκώνωσις
μοκκώνωσις (sic)· περιφρονεῖς, Blaes. 3 ; cf. μακκοάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοκκώνωσις
Headword (normalized):
μοκκώνωσις
Headword (normalized/stripped):
μοκκωνωσις
IDX:
68308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοκκώνωσις</span> (sic)<span class="foreign greek">· περιφρονεῖς</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1227.tlg001:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1227.tlg001:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Blaes.</span> 3 </a>; cf. <span class="foreign greek">μακκοάω</span>.</div><br><br>'}