Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχή
μοιχίδιος
μοιχικός
μοίχιος
μοιχίς
μοιχοληπτία
μοιχόληπτα
μοιχός
μοιχοσύνη
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοιχώδης
μοκκώνωσις
μοκλός
μοκρότου
μόκρων
μολάχη
μολβίς
μόλγινος
View word page
μοιχοσύνη
μοιχοσύνη, , poet. for μοιχεία, Man. 4.394 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιχοσύνη
Headword (normalized):
μοιχοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μοιχοσυνη
IDX:
68304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοιχοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">μοιχεία</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:394" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.394/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.394 </a>.</div><br><br>'}