Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτίτης
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
View word page
ἀνακτίτης
ἀνακτίτης, ου, , a precious stone, Orph. L. 194 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακτίτης
Headword (normalized):
ἀνακτίτης
Headword (normalized/stripped):
ανακτιτης
IDX:
6829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακτίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a precious stone, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg003:194" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg003:194/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">L.</span> 194 </a>.</div><br><br>'}